ἀρίσαρον
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
τό,
A hooded arum, Arisarum vulgare, Dsc.2.168.
German (Pape)
[Seite 351] τό, eine kleinere Art von ἄρον, Natterwurz, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίσαρον: τό, «ἀρίσαρόν ἐστι μικρὸν βοτάνιον, ῥίζαν ἔχον ὡς ἐλαίας· ἔστι δὲ δριμυτέρα τοῦ ἄρου» Διοσκ. 2. 198· κατὰ τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν ὄνομα αὐτοῦ εἶναι δρακοντιά.