λιγνύς

From LSJ
Revision as of 09:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιγνύς Medium diacritics: λιγνύς Low diacritics: λιγνύς Capitals: ΛΙΓΝΥΣ
Transliteration A: lignýs Transliteration B: lignys Transliteration C: lignys Beta Code: lignu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ (parox. in Call.Fr.1.57 P.),

   A thick smoke mixed with flame, murky fire (such as is made by burning resinous substances, Arist.Mete.387b6, al.), ἱέντα . . διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν A.Th.494; στέροψ λ., of the fires seen by night on the two peaks of Parnassus, S.Ant.1127 (lyr.); λ. σῶμα καταιθαλοῖ Ar.Av.1241; λ. καὶ καπνός Id. Lys.319; λιγνὺς πρόσεδρος S.Tr.794, expld. by Sch. of the smoke of the altar hanging round Heracles: pl., αἱ φλόγες καὶ αἱ λ. Plb.34.11.18, cf. Str.6.2.11.    2 soot, λ. ἐστι καπνώδης αἰθάλη Erot.s.v. γλῶσσαλιγνυώδης; used medicinally, Dsc.2.72, Gal.12.61. [ῡ Tryph. 322; but ῠ Call. l.c., and prob. in S.Ant. l.c.]

German (Pape)

[Seite 43] ύος, ἡ, der Rauch, Qualm; ἱέντα πυρπνόον διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν Aesch. Spt. 476; στέροψ λιγνύς, Soph. Ant. 1114; vom Opferrauch, Trach. 791; λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν Ar. Lys. 319; Th. 281; sp. D., Ant. Sid. 96 (VII, 637); περὶ δέ σφιν ἀΐδνη κήκιε λιγνύς Ap. Rh. 1, 389. Auch in späterer Prosa, αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Pol. 34, 11, 18; Strab. VI, 277. [Λιγνϋν im accus. bei Tryphiod. 322.]

Greek (Liddell-Scott)

λιγνύς: -ύος, πυκνὸς καπνὸς μεμιγμένος μετὰ φλογῶν, πῦρ σκοτεινόμαυρον (ὁποῖον παράγεται καιομένων οὐσιῶν ῥητινωδῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28, 34), ἱέντα... διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν Αἰσχύλ. Θήβ. 494˙ στέροψ λιγνύς, ἐπὶ τῶν φλογῶν τῶν φαινομένων κατὰ τὴν νύκτα ἐπὶ τῶν δύο κορυφῶν τοῦ Παρνασσοῦ, Σοφ. Ἀντ. 1127, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 306˙ λ. σῶμα καταιθαλοῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1241˙ λ. καὶ καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 319˙ τὸ λιγνὺς πρόσεδρος, Σοφ. Τρ. 794, φαίνεται ὀρθῶς ἑρμηνευθὲν ὑπὸ τοῦ Σχολ., ὁ καπνὸς τοῦ βωμοῦ ὁ περικυκλούμενος περὶ τὸν Ἡρακλέα (ἂν καὶ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ μεταφορ., τὸ σκότος τοῦ θανάτου)˙ - ἐν τῷ πληθ., αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Πολύβ. 34. 11. 18, πρβλ. Στράβ. 277˙ πρβλ. αἴθαλος. [ῡ, Τρυφ. 322˙ ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἀντ. ἔνθ’ ἀνωτ. (λυρ.) τὸ υ φαίνεται ὅτι εἶναι βραχύ.]