νεαίρετος
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
ον,
A newly taken, θήρ A.Ag.1063; πόλις ib.1065; βούβαλις Id.Fr.330.
German (Pape)
[Seite 234] neuerdings, eben erst gefangen, erobert, θήρ, πόλις, Aesch. Ag. 1033. 1035.
Greek (Liddell-Scott)
νεαίρετος: -ον, νεωστὶ συλληφθείς, κυριευθείς, θὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1063· πόλις αὐτόθι 1065· βούβαλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 316.