τελέαρχος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ, (
A τέλος 1.3) police magistrate at Thebes, originally in charge of street-cleaning, Plu.2.811b: τελεαρχία, ἡ, his office, ibid.
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, eine polizeiliche Obrigkeit in Theben, Plut. reip. ger. praec. 15, wo Winkelmann τέλμαρχος conj.
Greek (Liddell-Scott)
τελέαρχος: ὁ, (τέλος ΙΙΙ) ἀστυνομικὸς ἄρχων, κυρίως ἐπιμελητὴς τῆς καθαριότητος τῶν ὁδῶν, ἐν Θήβαις, Πλούτ. 2. 811Β· - τελεαρχία, ἡ, τὸ ἔργον τοῦ τελεάρχου, αὐτόθι.