εὐκάθεκτος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ον,
A easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.