ἀριστάφυλος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, (στᾰφυλή)
A rich in grapes, AP9.580.
German (Pape)
[Seite 351] (σταφυλή), traubenreich, Anth. IX, 580, wo jetzt ἐριστ. steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστάφῠλος: -ον, (στᾰφυλή) πολυστάφυλος, διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐριστάφυλος, Ἀνθ. Π. 9. 580.