κυβείας
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of πηλαμύς, Opp.H.1.183.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, ein Fisch, neben σκολίαι genannt, Opp. Hal. 1, 183. Vgl. κύβιον.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβείας: -ου, ὁ, εἶδος πηλαμύδος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 183· πρβλ. κύβιον.