δυσπέρατος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A hard to pass or cross, ὑπερβολαὶ ὄρους Str.4.6.6, cf.15.1.26 (Comp.): metaph., ἀμηχανίας δ. αἰών E.Med.646 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu überschreiten, zu passiren; ῥεῖθρον Strab. XV p. 697; übertr., αἰών, ein mühselig durchzubringendes Leben, Eur. Med. 684.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, χώρα Στράβων 697· αἰὼν Εὐρ. Μηδ. 645.