καταθρώσκω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
German (Pape)
[Seite 1349] (s. θρώσκω), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – καταθρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.
Greek (Liddell-Scott)
καταθρώσκω: ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου κάτω, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. καταβαίνω Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.