καταθρώσκω

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θρώσκω), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – καταθρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρώσκω: ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου κάτω, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. καταβαίνω Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.

Greek Monolingual

καταθρῴσκω (Α)
πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θρώσκω «πηδῶ»].

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2. κατέθορον
to leap down, Il.; c. acc., κ. τὴν αἱμασιήν to leap down the wall, Hdt.