ἀπενθής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ές,
A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.
German (Pape)
[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.