χρεωστικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1372] dem Schuldner eigen, zukommend, ziemend, ihm ähnlich. – Adv. χρεωστικῶς als Schuldner, Schulden halber, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρεωστικός, -ή, -όν, ΝΜ χρεώστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»).
επίρρ...
χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν
νεοελλ.
με χρέωση
μσν.
υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς», Αμφιλ.).