εὐλογοφανής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ές,
A seeming probable, Doxop.in Rh.2.316 W., Sch. S.OC761.
German (Pape)
[Seite 1079] ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλογοφανής: -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον εὔλογος, Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.