ἀντιλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλαγχάνω Medium diacritics: ἀντιλαγχάνω Low diacritics: αντιλαγχάνω Capitals: ΑΝΤΙΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: antilanchánō Transliteration B: antilanchanō Transliteration C: antilagchano Beta Code: a)ntilagxa/nw

English (LSJ)

pf.

   A -είληχα D.40.3:—as law-term, move for a rehearing of a suit, when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν Id.21.86; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίαιταν) ib.90, cf. Poll.8.61, Hsch.; τὴν ἔρημον (sc. δίκην) ἀ. D.32.27.    II enter an exceptive plea, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν Id.37.33.    III bring counteraction, Procop.Arc.17.

German (Pape)

[Seite 254] (s. λαγχάνω), dagegen durchs Loos erlangen; δίκην, eine Klage gegen ein gefälltes Urtheil erheben, z. B. δίκην ἔρημον ἀντιλαχεῖν Dem. 32, 27, gegen ein Contumacialurtheil auf restitutio in integrum klagen; vgl. Poll. 8, 61; τὴν μὴ οὖσαν, sc. δίκην, gegen eine Entscheidung als ungültig protestiren, Dem. 21, 90; παραγραφήν 37, 33; ἀντειλήχασιν 40, 3. Vgl. Hermann's Staatsalterth. §. 145, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: πρκμ. -είληχα Δημ. 1009. 4: - ὡς νομικὸς ὅρος, ἀντ. δίαιταν, «ἀντιλαχεῖν, ἀντικαλέσαι ἐστὶν» Α. Β. 184. 29. - «τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὄφλειν, καὶ πάλιν ἐπὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι» Ἡσύχ. - τὴν μὴ οὖσαν (δίκην) ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, ἐπετρέπετο νὰ διαμαρτυρηθῇ κατ’ αὐτῆς ὡς ἀκύρου, Δημ. 543. 14· ἵνα... τὴν ἔρημον (ἐνν. δίκην) ἀντιλάχῃ, κατορθώσῃ νὰ τὴν ἀναιρέσῃ ὡς ἄδικον, ὁ αὐτ. 889. 23· ἀντ. τὰς παραγραφὰς ὁ αὐτ. 976. 24: - πρβλ. Att. Process. 756.