συναναπέμπω
From LSJ
English (LSJ)
A send up together, Id.Rom.28.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich in die Höhe hinausschicken od. -werfen, Plut. Rom. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπέμπω: ἀναπέμπω, πέμπω πρὸς τὰ ἄνω ὁμοῦ, Πλούτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ, Θεοφίλ. Ἰνστιτοῦτα 3. 3, 95.