δυσεπιχείρητος
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
English (LSJ)
ον,
A hard to prove, πρόβλημα Arist.APr.42b31. 2 hard to attack, θέσις Id.Top.159a3; πρόβλημα ib.158b16: Sup. -ότατοι τῶν ὅρων ib. 158b8; of a person, J.BJ4.3.10, Plu.2.281a, App.Pun.118.
German (Pape)
[Seite 679] schwer anzugreifen, zu unternehmen, Arist. Topic. 8, 2, öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπιχείρητος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, δυσαπόδεικτος, πρόβλημα, θέσις Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 25, κ. ἀλλ.