ὀψιτέλεστος
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
ον,
A late of fulfilment, τέρας ὄψιμον ὀ. Il.2.325, cf. Tryph.48, Nonn.D.25.362, al.
German (Pape)
[Seite 433] spät vollendet, erst spät in Erfüllung gehend, τέρας, Il. 2, 325, wie ὄψιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐτέλεστος: -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, τέρας ὀψιτέλεστον, ὡς τό: τέρας ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.