ἡμίοπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A half-roasted, Alex.175, Luc.Gall.2 (v.l.), Hld.2.19.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίοπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡψημένος, Ἄλεξ. Πανν. 4, Λουκ. Ἀλεκτρ. 2˙ ἴδε ἡμίθαλπτος.