κηραφίς
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a kind of
A locust, Nic.Al.394; = κάραβος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1433] ίδος, ἡ, wie καραβίς, Meerkrabbe, Nic. Al. 394, nach Schneider, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰφίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀκρίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 394· πρβλ. κάραβος.