κεράμεος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
German (Pape)
[Seite 1420] dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.
Greek Monolingual
κεράμεος, -ον (ΑΜ) κέραμος
κεράμειος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα
η στέγη.