πολυκλήεις
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
εσσα, εν,
A celebrated, APl.4.331 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 664] = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 (Plan. 331).
Greek (Liddell-Scott)
πολυκλήεις: εσσα, εν, = πολυκλήϊστος, Ἀνθ. Πλαν. 331.