ἔχθιστος

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχθιστος Medium diacritics: ἔχθιστος Low diacritics: έχθιστος Capitals: ΕΧΘΙΣΤΟΣ
Transliteration A: échthistos Transliteration B: echthistos Transliteration C: echthistos Beta Code: e)/xqistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἐχθρός,

   A most hateful, Ἀχιλῆϊ Il.2.220; ἔ. δέ μοί ἐσσι θεῶν 5.890, etc.; τὸν θεοῖς ἔ. θεόν A.Pr.37; ἔ. ὁρᾶν S.Aj.818; ἔ. γεγώς E.Med.467.    2 most hostile, τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Th.2.71; ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔ., πάντες ἴστε Id.7.68: c. gen., οἱ ἐκείνου ἔ. his bitterest enemies, X.An.3.2.5: Luc. has also ἐχθίστατος Trag.246.

German (Pape)

[Seite 1125] superlat. zu ἐχθρός, von τὸ ἔχθος abgeleitet, der verhaßteste, feindseligste; Il. 5, 890; Pind. Ol. 8, 69; Aesch. Prom. 37, u. sonst bei Tragg., wie in Prosa; τὰ ἔχθιστα ὄντα ἐν τῷ σώματι φίλα ποιεῖν Plat. Conv. 186 d; gew. c. dat., z. B. μετὰ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Thuc. 2, 72; – c. gen., Xen. πρὸς τοὺς ἐκείνου ἐχθίστους, An. 3, 2, 5. Bei Luc. Tragod. 245 auch ἐχθίστατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχθιστος: -η, -ον, ἀνωμάλ. Ὑπερθ. τοῦ ἐχθρός, ἔχθιστος δ’ Ἀχιλῆι, σφόδρα μισητός, Ἰλ. Β. 220· ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν Ε. 890, κτλ.· τὸν θεοῖς ἔχθιστον… Αἰσχύλ. Πρ. 37· ἔχθιστος ὁρᾶν Σοφ. Αἴ. 818· ἔχθ. γεγὼς Εὐρ. Μήδ. 467. 2) ἐχθρικώτατος, τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Θουκ. 2. 71· ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε ὁ αὐτ. 7. 68· μετὰ γεν. ὡς εἰ ἦν οὐσιαστ., οἱ ἐκείνου ἔχθιστοι, οἱ πικρότατοι αὐτοῦ ἐχθροί, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 5: ― ὁ Λουκ. ἔχει καί: ἐχθίστατος, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 245.