θυέστης
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ου, ὁ,
A pestle, Dionys.Trag.12.
German (Pape)
[Seite 1221] ὁ, Mörserkeule, für δοῖδυξ, Hellad. bei Phot. bibl. p. 532, 32.
Greek (Liddell-Scott)
θυέστης: ὁ, = δοίδυξ, «γουδοχέρι», Διονύσιος Τύραννος παρ’ Ἑλλαδίῳ ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 523, 32.