ἐπίχρωσις
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
εως, ἡ,
A surface-stain, Plu.2.382c (pl.), Gal.Phil.Hist.27 (=Zeno Stoic.1.26); cf.ἐπιχρόϊσις.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, der Anstrich, Färbung, Theophr.; Plut. Is. et Os. 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχρωσις: -εως, ἡ, ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας χρωματισμός, Πλούτ. 2. 382C· διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 4.