στέρημα
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241. II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.
German (Pape)
[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.