δυσδιόριστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to delimit, ἀπ' ἀλλήλων S.E.M.5.74; hard to distinguish, φαντασία ib.7.416.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu definiren, Sext. Emp. adv. math. 7, 416.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιόριστος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 74.