παρακίω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ῐ],
A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).
German (Pape)
[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.