μονίας
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A solitary, Ael.NA1.46, 7.47; βίος Eust.1409.61.
German (Pape)
[Seite 202] ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.
Greek (Liddell-Scott)
μονίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν μόνος, ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· βίος μονίας, μονήρης, Εὐστ. 1409. 61.