κλεπτίσκος
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κλέπτης, Eup.420.
German (Pape)
[Seite 1449] ὁ, dim. zu κλέπτης, Eupol. Poll. 8, 34 nach Bekker.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτίσκος: ὁ, ὑποκ. τοῦ κλέπτης, μικρὸς κλέπτης, «κλεφτάκι» Πολυδ. Η΄, 34, ἴδε κλεπτίστατος.