κλεπτίσκος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτίσκος Medium diacritics: κλεπτίσκος Low diacritics: κλεπτίσκος Capitals: ΚΛΕΠΤΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kleptískos Transliteration B: kleptiskos Transliteration C: kleptiskos Beta Code: klepti/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κλέπτης, Eup.420.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, dim. zu κλέπτης, Eupol. Poll. 8, 34 nach Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίσκος: ὁ, ὑποκ. τοῦ κλέπτης, μικρὸς κλέπτης, «κλεφτάκι» Πολυδ. Η΄, 34, ἴδε κλεπτίστατος.

Greek Monolingual

κλεπτίσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κλέπτης) κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. -ίσκος, πρβλ. δικτατορ-ίσκος, υπαλληλίσκος].