ἐλλείχω
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
A lick in, take one's fill of, τινός Com.Adesp.125 Meineke.
German (Pape)
[Seite 800] hineinlecken; ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν, Hesych., wohl aus com.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλείχω: ἐπιμελῶς λείχω, ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ μέλι λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. ἐμπίνω, ἐμφορέω.