ἐλλείχω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
lick in, take one's fill of, τινός Com.Adesp.125 Meineke.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνλ- PSI Medic.3.19 (I/II d.C.)
1 de medicamentos chupar, dejar disolver en la lengua, tomar como electuario σήσαμον ... ἐν μέλιτι ἐλλείχειν Hp.Mul.1.92, ἄλφιτα προκώνια ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι, ἐλλείχειν ἄναλτα Hp.Mul.2.110, cf. PSI Medic.l.c.
2 fig. rebañar, lamer como una golosina, c. gen. obj. ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν dicho de los extranjeros que imitan las costumbres de Atenas Com.Adesp.328.
German (Pape)
[Seite 800] hineinlecken; ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν, Hesych., wohl aus com.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλείχω: ἐπιμελῶς λείχω, ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ μέλι λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. ἐμπίνω, ἐμφορέω.