ἀπαραχάρακτος
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
[χᾰ], ον,
A not counterfeit, Damocr. ap. Gal.14.135, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.
German (Pape)
[Seite 280] nicht falsch geprägt, Sp., Hesych. Erkl. von ἀπαράσημος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραχάρακτος: -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ κίβδηλος, Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.