ἀλθαίνω
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
A heal, Lyc.582, Timae.15: fut. ἀλθήσω Nic.Th.587: aor. ἤλθησα ib.496, Al.112: aor. 2 inf. ἀλθεῖν· ὑγιάζειν Hp. ap. Gal.19.76: —Pass., become whole and sound, pres., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται Hp. Morb.2.33: Ep. impf. or aor. ἄλθετο χείρ Il.5.417; ἀλθομένη Q.S.9.475 (nisi leg. ἀλδομένη): fut. ἀλθήσομαι (ἀπ-) Il.8.405: aor. ἀλθεσθῆναι (συν-) Hp.Art.14:—later aor. Med. ἠλθησάμην Poet.de herb. 44.
German (Pape)
[Seite 95] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλθαίνω: θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, αὐτόθι 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο χείρ, Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, ἔνθα ἴσως κάλλιον ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: μέσος δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ ἄχθομαι): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. ἄλθεξις. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh (θάλλω, ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).