σεληνόβλητος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον,
A moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.
German (Pape)
[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.