θυτήριον
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
τό,= θῦμα, E.IT243. II = θυσιαστήριον, as name of the constellation Ara, Arat.403, Q.S.4.554. III = θυμιατήριον, Phot.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, das Opfer, Eur. I. T 243; der Opferaltar, Arat. 402, als Sternbild.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτήριον: τό, = θῦμα, Εὐρ. Ι. Τ. 243. ΙΙ. = θυσιαστήριον, Λατ. ara, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 402. ΙΙΙ. = θυμιατήριον, Φώτ., πρβλ. Εὐστ. Πονηματ. 239. 11.