θυτήριον
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
τό, = θῦμα, E.IT243.
II = θυσιαστήριον, as name of the constellation Ara, Arat.403, Q.S.4.554.
III = θυμιατήριον, Phot.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, das Opfer, Eur. I. T 243; der Opferaltar, Arat. 402, als Sternbild.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Russian (Dvoretsky)
θῠτήριον: τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠτήριον: τό, = θῦμα, Εὐρ. Ι. Τ. 243. ΙΙ. = θυσιαστήριον, Λατ. ara, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 402. ΙΙΙ. = θυμιατήριον, Φώτ., πρβλ. Εὐστ. Πονηματ. 239. 11.
Greek Monolingual
θυτήριον, τὸ (Α) θυτήρ
1. το προσφερόμενο ως θυσία, το θύμα
2. θυσιαστήριο, βωμός
3. θυμιατήριο.
Greek Monotonic
θῠτήριον: τό, = θῦμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
θῠτήριον, ου, τό, = θῦμα, Eur.]