ἀπουρίζω
English (LSJ)
(οὖρος
A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας. II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.
German (Pape)
[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v. l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.