βραβεύς

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰβεύς Medium diacritics: βραβεύς Low diacritics: βραβεύς Capitals: ΒΡΑΒΕΥΣ
Transliteration A: brabeús Transliteration B: brabeus Transliteration C: vraveys Beta Code: brabeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, Att. pl. βραβῆς: acc. sg. βραβῆ (v. infr.):—

   A judge at the games, S.El.690,709, Pl.Lg. 949a: generally, judge, arbitrator, umpire, δίκης E.Or.1650; λόγου Id.Med.274, etc.; Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr. ap. D.18.289.    2 generally, chief, leader, μυρίας ἵππου β. A.Pers.302; φιλόμαχοι β. Id.Ag.230 (lyr.); author, μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ, of Helen, E.Hel.703.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der Anordner der Kampfspiele, Kampfrichter, Soph. El. 690; ἄθλων ἐπιστάται καὶ βρ. Plat. Legg. XII, 949 a; übh. Richter, δίκης Eur. Or. 1650; λόγου Med. 274. Bei Aesch. Anführer, ἵππου Pers. 294; Ag. 222; μόχθων, Urheber, Eur. Hel. 703.

Greek (Liddell-Scott)

βραβεύς: έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· καθόλου, κριτής, διαιτητής δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ αὐτουργός, μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).