ἐκεῖσε
English (LSJ)
poet. κεῖσε (the only form in Hom., used by Trag. where the metre requires), Adv.
A thither, to that place, opp. ἐκεῖθεν or ἐνθένδε, Hdt. 2.29, A. Pers. 717, etc. ; ἐκεῖσε κἀκεῖσε hither and thither, E. Andr. 1131, Hel. 533 ; δεῦρο καὶ αὖθις ἐ. ib. 1141 (lyr.) ; κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Id.Ph.266 ; τῇδε ἐ. Id.Tr. 333 (anap.) ; τὸ κεῖσε δεῦρό τε S. Tr. 929 ; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Ar. Av. 425. 2 to the other world, E. Alc. 363 ; ἐνθένδε ἐ. from this world to the other, Pl. Phd. 117c. 3 c. gen., ἄνειμι δ' ἐ. τοῦ λόγου Hdt. 7.239, cf. Pl. Lg. 864c. II = ἐκεῖ, Hp. Vict. 2.38, Chrysipp.Stoic. 2.244, Plb. 5.51.3, LXX Jb. 39.29, J. AJ 3.2.1, Sch. Pi. O.9.108 ; τοὺς ἐ. ὄντας Act.Ap. 22.5.
German (Pape)
[Seite 759] dorthin; Aesch. Pers. 703 u. Folgde; oft ἐνθένδε ἐκεῖσε, auch mit dem Artikel, τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε καὶ δεῦρο πάλιν πορείαν Plat. Rep. X, 619 e; in die Unterwelt, Plat. oft. S. ἐκεῖ; – ἐκεῖσε καὶ δεῦρο, Eur. Hel. 1140 u. sonst; λόγοισι χαίρει, τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει, nach einer andern, verkehrten Seite hin, Phoen. 363; – ἐκεῖσε τοῦ λόγου ἄνειμι Her. 7, 239. – Bei Hippocr. u. Sp. = ἐκεῖ, dort, vgl. Lob. zu Phryn. p. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκεῖσε: ποιητ. κεῖσε (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τύπος, ἀπαντῶν καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὅπου ἂν ἀπαιτῇ τὸ μέτρον): ― Ἐπίρρ., πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λατ. illuc, ἀντίθετον τῷ ἐκεῖθεν ἢ ἐνθένδε, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Πέρσ. 717, Πλάτ. Νόμ. 864C, κτλ.· ἐκεῖσε κἀκεῖσε, huc et iluc, δεῦρο κἀκεῖσε, «ἐδῶ καὶ ’κεῖ», Εὐρ. Ἀνδρ. 1131, Ἑλ. 533· δεῦρο καὶ αὖθις ἐκεῖσε αὐτόθι 1141· κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο ὁ αὐτ. Φοίν. 266· τῇδε ἐκεῖσε ὁ αὐτ. Τρῳ. 333· τὸ κεῖσε δεῦρό τε Σοφ. Τρ. 929· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Ἀριστοφ. Ὄρν. 424. 2) εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, Εὐρ. Ἀλκ. 363· ἐνθένδε ἐκεῖσε, ἐκ τούτου τοῦ κόσμου εἰς τὸν ἄλλον, Πλάτ. Φαίδων 117C· ἴδε ἐν λ. ἐκεῖ. 3) μετὰ γεν., ἄνειμι δ’ ἐκεῖσε τοῦ λόγου Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = ἐκεῖ, Ἱππ. 354. 25, Πολύβ. 5. 51, 3, κτλ.· πρβλ. Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 57Α.