ἄδεσμος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεσμος Medium diacritics: ἄδεσμος Low diacritics: άδεσμος Capitals: ΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ádesmos Transliteration B: adesmos Transliteration C: adesmos Beta Code: a)/desmos

English (LSJ)

ον,

   A unfettered, unbound, ἄ. φυλακή, Lat. libera custodia, 'parole', Th.3.34, D.H.1.83, etc.; βαλλάντια ἄ. open purses, Plu.2.503c; δεσμὸν ἄδεσμον φυλλάδος, of suppliant's wreath, E. Supp.32; unbandaged, Gal.18(2).505.

German (Pape)

[Seite 33] ungefesselt, φυλακή, freie Hast, Thuc. 3, 34; Dion. H. 1, 83, u. sonst; auch δεσμὸς ἄδ., Eur. Suppl. 43, die keine Fessel ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεσμος: -ον, ὁ ἄνευ δεσμῶν, ἀδέσμευτος, ἄδ. φυλακή, λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.