οὐδενόσωρος
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
ον, (ὤρα)
A worth no notice or regard, τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.
German (Pape)
[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».