πελλητήρ

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

German (Pape)

[Seite 551] ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα
2. (στους Βοιωτούς) κύλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. αυλη-ήρ)].