κηφηνώδης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ες,
A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.
German (Pape)
[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.