Ἡφαιστοτευχής
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
German (Pape)
[Seite 1179] ές, dasselbe; δέπας Aesch. bei Ath. XI, 469 f, wo Schweigh. des Metrums wegen ἡφαιστοτυχές, Herm. ἡφαιστοτυκές ändern.
Russian (Dvoretsky)
Ἡφαιστοτευχής: или Ἡφαιστοτυκής 2 Aesch. = Ἡφαιστότευκτος.