Ἡφαιστότευκτος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡφαιστότευκτος Medium diacritics: Ἡφαιστότευκτος Low diacritics: Ηφαιστότευκτος Capitals: ΗΦΑΙΣΤΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: Hēphaistóteuktos Transliteration B: Hēphaistoteuktos Transliteration C: Ifaistotefktos Beta Code: *(hfaisto/teuktos

English (LSJ)

Ἡφαιστότευκτον, wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτυκές).

German (Pape)

[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

Ἡφαιστότευκτος: изготовленный, созданный Гефестом (σέλας Soph.; τρίπους Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monotonic

Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.

Middle Liddell

Ἡφαιστό-τευκτος, ον
wrought by Hephaestus, Soph.