ἔκπυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A burning hot, Str.15.1.26, v.l. in Hdt.4.73; σῶμα Sor.2.54 : metaph., ἵππου βλέμμα Poll.1.192 : neut. pl. as Adv., τί μ' ἔκπυρα λούεις; AP5.81 (v.l. for ἔμπ-).
German (Pape)
[Seite 777] entzündet, brennend heiß, χώρα Strab. XV p. 697; Theophr. vom Winde; ἔκπυρα λούειν, adverbial, Ep. ad. 64 (V, 82); auch ἐκπύρως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπῠρος: -ον, (πῦρ) θερμότατος, καυστικός, καίων, Θεοφρ. π. Φυτ: Αἰτ. 2. 19, 4, Στράβων 697· φλογερός, Μάξ. Τύρ. τ. 2. σ. 2, 21· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., τί μ’ ἔκπυρα λούεις; Ἀνθ. Π. 5. 82.