βίβλος

From LSJ
Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, Bast der Papyrusstaude, s. βύβλος; daraus gemachtes Papier; Buch, Aesch. Suppl. 946; Her. 5, 58; Plat. Theaet. 162 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βίβλος: ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου (βύβλοςκαθόλου, φλοιός, Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. βιβλίον τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ ἐννέα βιβλία ἤτοι διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. βύβλος.