καταβλακεύω

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλᾱκεύω Medium diacritics: καταβλακεύω Low diacritics: καταβλακεύω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katablakeúō Transliteration B: katablakeuō Transliteration C: katavlakeyo Beta Code: katablakeu/w

English (LSJ)

   A treat carelessly, mismanage, Hp.Art.52 (sed leg. καταμβλ-), X.An.7.6.22:—in Pass., καταβλακευόμενοι ἄνθρωποι negligent, slothful, Just.Nov.95.1.2.

German (Pape)

[Seite 1340] aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλᾱκεύω: μεταχειρίζομαί τι ἀδεξίως καὶ ἀμελῶς, ἀμελῶ, καταρρᾳθυμῶ, καταβλακεύουσι τὴν διόρθωσιν τοῦ σώματος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οὔτε γὰρ ἠδικήσαμεν τοῦτον οὐδέν, οὔτε κατεβλακεύσαμεν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22. ― Παθ., εἶμαι ἀμελὴς ἢ ὀκνηρός, Γρηγ. Ναζ. περὶ Θεολογ. 539Α. ― Καθ’ Ἡσύχ. «καταβλακεύειν· ῥᾳθυμεῖν, ἢ δαπανᾶν ῥαθύμως».