ἀρημένος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, pf. part. Pass., expld. by Gramm. by βεβλαμμένος,
A distressed, worn out, once in Il., γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. 18.435; more freq. in Od., ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. 6.2; τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας; 9.403; γήρᾳ ὑπὸ λιπαρῷ ἀ. 11.136; δύῃ ἀ. 18.53. [Prob. akin to ἀρή, Ἄρης.]
German (Pape)
[Seite 350] einzeln stehendes partic. perf. pass., gequält, gedrückt, τίπτε τόσον αρημένος ὧδ' ἐβόησας Od. 9, 403; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ 6. 2; ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον 18, 53. 81; γήραϊ λυγρῷ Iliad. 18, 435; γήραι ὕπο λιπαρῷ Od. 11, 136. 23, 283.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρημένος: -η, -ον, ἴδε ἀράω.